- ἀπαλλακτικός
- ἀπ-αλλακτικός, befreiend, zum Befreien geneigt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απαλλακτικός — απαλλακτικός, ή, ό και απαλλαχτικός, ή, ό αθωωτικός: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απαλλακτική για τον κατηγορούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαλλακτικός — fit for ridding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλλακτικός — κ. απαλλαχτικός, ή, ό (Α ἀπαλλακτικός, ή, όν) αυτός που έχει την ικανότητα ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από κάτι («ἀπαλλακτικό βούλευμα», «ἀπαλλακτική απόφαση») αρχ. κατάλληλος για θεραπευτική αγωγή … Dictionary of Greek
ἀπαλλακτικά — ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc pl ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc/acc dual ἀπαλλακτικά̱ , ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικώτερον — ἀπαλλακτικός fit for ridding adverbial comp ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc comp sg ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικόν — ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc sg ἀπαλλακτικός fit for ridding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικούς — ἀπαλλακτικός fit for ridding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτική — ἀπαλλακτικός fit for ridding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικήν — ἀπαλλακτικός fit for ridding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλλακτικῶς — ἀπαλλακτικός fit for ridding adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… … Dictionary of Greek